- ἁλουργός
- ἁλουργήςwrought inmasc/fem nom sgἁλουργόςwrought inmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλουργός — ἁλουργός, όν (Α) βλ. αλουργής … Dictionary of Greek
αλουργής — ἁλουργής, ές και σπάνια ἁλουργός, όν και ἁλουρνοῦς, οῦν (Α) ο βαμμένος με θαλάσσια πορφύρα, αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο χρώμα (και δεν απομιμείται το χρώμα τής πορφύρας) «στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «ἁλουργός χιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
ἁλουργοτάτων — ἁλουργής wrought in fem gen superl pl ἁλουργής wrought in masc/neut gen superl pl ἁλουργός wrought in fem gen superl pl ἁλουργός wrought in masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργόν — ἁλουργής wrought in masc/fem acc sg ἁλουργής wrought in neut nom/voc/acc sg ἁλουργός wrought in masc/fem acc sg ἁλουργός wrought in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
αλουργίς — ἁλουργίς ( ίδος), η (AM) πορφυρή εσθήτα αρχ. (ως επίθ. για ενδύματα) πορφυρόχρωμος, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός. ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργίδιον] … Dictionary of Greek
αλουργικός — ἁλουργικός, ή, όν (Μ) [ἁλουργός] ο ἁλουργής* … Dictionary of Greek
αλουργοβαφής — ἁλουργοβαφής, ές (Α) ο βαμμένος με πορφύρα, πορφυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργὸς + βαφὴς < βαφή] … Dictionary of Greek
αλουργοπώλης — ἁλουργοπώλης, ο (Α) αυτός που πουλάει πορφύρα, ο πορφυροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός + πώλης < πωλῶ. ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργοπωλική] … Dictionary of Greek
αλουργοφορώ — ἁλουργοφορῶ ( έω) (Μ) φορώ πορφυρά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός + φορῶ] … Dictionary of Greek